pretentious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | pretentious |
συγκριτικός | more pretentious |
υπερθετικός | most pretentious |
Επίθετο
επεξεργασία- ξιπασμένος, εξεζητημένος, σπουδαιοφανής, που προσπαθεί να φαίνεται σημαντικός, έξυπνος κτλ. για να εντυπωσιάσει τους άλλους· που προσπαθεί να είναι κάτι που δεν είναι, για να εντυπωσιάσει