παραθετικά
θετικός pretentious
συγκριτικός more pretentious
υπερθετικός most pretentious

  Επίθετο

επεξεργασία

pretentious (en) (κακόσημο)

  • ξιπασμένος, εξεζητημένος, σπουδαιοφανής, που προσπαθεί να φαίνεται σημαντικός, έξυπνος κτλ. για να εντυπωσιάσει τους άλλους· που προσπαθεί να είναι κάτι που δεν είναι, για να εντυπωσιάσει
    ⮡  a pretentious artist - ξιπασμένος καλλιτέχνης
    ⮡  He uses pretentious language.
    Χρησιμοποιεί εξεζητημένη γλώσσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrogant

Συγγενικά

επεξεργασία