εξεζητημένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξεζητημένος < αρχαία ελληνική ἐξεζητημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐκζητέω/ἐκζητῶ ((σημασιολογικό δάνειο) (ελληνιστική κοινή) ἐξεζητημένως)
ΜετοχήΕπεξεργασία
εξεζητημένος, -η, -ο
- που φροντίζει υπερβολικά να είναι τέλειος ή ασυνήθιστος
- παράξενος
- που προσποιείται
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξεζητημένος