Δείτε επίσης: εξεζητημένος

ἐξεζητημένος, -η, -ον

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐξεζητημένος ἐξεζητημένη τὸ ἐξεζητημένον
      γενική τοῦ ἐξεζητημένου τῆς ἐξεζητημένης τοῦ ἐξεζητημένου
      δοτική τῷ ἐξεζητημέν τῇ ἐξεζητημέν τῷ ἐξεζητημέν
    αιτιατική τὸν ἐξεζητημένον τὴν ἐξεζητημένην τὸ ἐξεζητημένον
     κλητική ! ἐξεζητημένε ἐξεζητημένη ἐξεζητημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐξεζητημένοι αἱ ἐξεζητημέναι τὰ ἐξεζητημέν
      γενική τῶν ἐξεζητημένων τῶν ἐξεζητημένων τῶν ἐξεζητημένων
      δοτική τοῖς ἐξεζητημένοις ταῖς ἐξεζητημέναις τοῖς ἐξεζητημένοις
    αιτιατική τοὺς ἐξεζητημένους τὰς ἐξεζητημένᾱς τὰ ἐξεζητημέν
     κλητική ! ἐξεζητημένοι ἐξεζητημέναι ἐξεζητημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξεζητημένω τὼ ἐξεζητημέν τὼ ἐξεζητημένω
      γεν-δοτ τοῖν ἐξεζητημένοιν τοῖν ἐξεζητημέναιν τοῖν ἐξεζητημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
  • «εξεζητημένος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.