λεπτομερής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λεπτομερής < αρχαία ελληνική λεπτομερής < λεπτός + μέρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λεπτομερής, -ής, -ές
- που περιλαμβάνει και εξετάζει κάθε λεπτομέρεια
- λεπτομερής έλεγχος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λεπτομερής, -ής, -ής
- που αποτελείται από πολύ λεπτά μόρια· επίθετο που αποδίδεται στο νερό, τη φωτιά, την ψυχή κλπ
- (στους μεταγενέστερους συγγραφείς) που εξετάζεται με κάθε λεπτομέρεια
- (για πρόσωπα) καλλιεργημένος, επιμελής
Επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883