λεπτομερειακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτομερειακός < λεπτομέρει(α) + -ακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.pto.me.ɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτο‐με‐ρει‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
λεπτομερειακός, -ή, -ό, συγκριτικός : λεπτομερειακότερος, υπερθετικός : λεπτομερειακότατος
- συνώνυμο του λεπτομερής: που ασχολείται με όλες τις λεπτομέρειες ενός θέματος
- επουσιώδης: που ασχολείται με δευτερεύοντα ζητήματα
Συγγενικά επεξεργασία
- λεπτομερειακά (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη λεπτομέρεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτομερειακός
|
→ δείτε τις λέξεις λεπτομερής και επουσιώδης