λεπτομερειακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτομερειακά < λεπτομερειακός
Επίρρημα
επεξεργασίαλεπτομερειακά
- με λεπτομέρειες
- το έχει μελετήσει λεπτομερειακά το θέμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεπτομερειακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλεπτομερειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεπτομερειακό