αναλυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλυτικός < αρχαία ελληνική ἀναλυτικός < ἀναλύω
Επίθετο
επεξεργασίααναλυτικός
- ο σχετικός με την ανάλυση, που εξηγεί διεξοδικά, με λεπτομέρειες και σε βάθος, που αντιμετωπίζει ένα θέμα διαχωρίζοντας τα στοιχεία-συστατικά του και εξετάζοντάς τα ένα-ένα
- που απεικονίζει μαθηματικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναλυτικός