Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλυτικός η αναλυτική το αναλυτικό
      γενική του αναλυτικού της αναλυτικής του αναλυτικού
    αιτιατική τον αναλυτικό την αναλυτική το αναλυτικό
     κλητική αναλυτικέ αναλυτική αναλυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλυτικοί οι αναλυτικές τα αναλυτικά
      γενική των αναλυτικών των αναλυτικών των αναλυτικών
    αιτιατική τους αναλυτικούς τις αναλυτικές τα αναλυτικά
     κλητική αναλυτικοί αναλυτικές αναλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναλυτικός < αρχαία ελληνική ἀναλυτικός < ἀναλύω

  Επίθετο επεξεργασία

αναλυτικός

  1. ο σχετικός με την ανάλυση, που εξηγεί διεξοδικά, με λεπτομέρειες και σε βάθος, που αντιμετωπίζει ένα θέμα διαχωρίζοντας τα στοιχεία-συστατικά του και εξετάζοντάς τα ένα-ένα
  2. που απεικονίζει μαθηματικά

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία