Ετυμολογία

επεξεργασία
αναλυτικά < αναλυτικ(ός) +
ΔΦΑ : /a.na.li.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναλυτικός

Επίρρημα

επεξεργασία

αναλυτικά

  • με τρόπο αναλυτικό, διεξοδικό, λεπτομερή, όχι λακωνικά και περιληπτικά ή συνοπτικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία