Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.taj/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
détail détails

détail (fr) αρσενικό

  1. η λεπτομέρεια
  2. η λιανική