αναλυτικότερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλυτικότερος < αναλυτικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του αναλυτικός
Επίθετο επεξεργασία
αναλυτικότερος, -η, -ο
- που είναι πιο σαφής, πιο αναλυτικός, πιο διεξοδικός, που αναλύει ένα ζήτημα περισσότερο, που συνοδεύεται πιθανά από περισσότερες λεπτομέρειες
- Θα μπορούσατε ίσως να γίνετε λίγο αναλυτικότερος ώστε να κατανοήσουμε πλήρως την άποψή σας;
Παράγωγα επεξεργασία
- αναλυτικότερα (επίρρημα)