Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλυτικότερος η αναλυτικότερη το αναλυτικότερο
      γενική του αναλυτικότερου της αναλυτικότερης του αναλυτικότερου
    αιτιατική τον αναλυτικότερο την αναλυτικότερη το αναλυτικότερο
     κλητική αναλυτικότερε αναλυτικότερη αναλυτικότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλυτικότεροι οι αναλυτικότερες τα αναλυτικότερα
      γενική των αναλυτικότερων των αναλυτικότερων των αναλυτικότερων
    αιτιατική τους αναλυτικότερους τις αναλυτικότερες τα αναλυτικότερα
     κλητική αναλυτικότεροι αναλυτικότερες αναλυτικότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναλυτικότερος < αναλυτικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του αναλυτικός

  Επίθετο επεξεργασία

αναλυτικότερος, -η, -ο

  • που είναι πιο σαφής, πιο αναλυτικός, πιο διεξοδικός, που αναλύει ένα ζήτημα περισσότερο, που συνοδεύεται πιθανά από περισσότερες λεπτομέρειες
    Θα μπορούσατε ίσως να γίνετε λίγο αναλυτικότερος ώστε να κατανοήσουμε πλήρως την άποψή σας;

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία