διεξοδικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διεξοδικός < αρχαία ελληνική διεξοδικός < διέξοδος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διεξοδικός, -ή, -ό
- λεπτομερής, εκτενής
- Η περιγραφή του ήταν διεξοδική
Επεξεργασία
- διεξοδικότητα
- → δείτε τις λέξεις διέξοδος, διά, έξοδος και έξω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διεξοδικός