exhaustif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- exhaustif < (άμεσο δάνειο) αγγλική exhaustive < to exhaust, εξαντλώ < λατινική exhaustus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛɡ.zo.stif/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exhaustif | exhaustifs |
θηλυκό | exhaustive | exhaustives |
exhaustif (fr)