• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

exhaustif

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
exhaustif < (άμεσο δάνειο) αγγλική exhaustive < to exhaust, εξαντλώ < λατινική exhaustus

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛɡ.zo.stif/

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό exhaustif exhaustifs
θηλυκό exhaustive exhaustives

exhaustif (fr)

  • εξαντλητικός, διεξοδικός, εξονυχιστικός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • exhaure
  • exhausteur
  • exhaustion
  • exhaustivement
  • exhaustivité
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=exhaustif&oldid=5670090"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαρτίου 2023, στις 16:14

Γλώσσες

    • English
    • Eesti
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 한국어
    • Polski
    • Tiếng Việt
    • Walon
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαρτίου 2023, στις 16:14.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας