analytique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.li.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
analytique | analytiques |
analytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη analyse
ενικός | πληθυντικός |
analytique | analytiques |
analytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό