analyse
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
analyse (en) και analyze (ΗΠΑ)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
analyse | analyses |
analyse (fr) θηλυκό
- η ανάλυση
Δείτε επίσης : Analyse |
analyse (en) και analyze (ΗΠΑ)
ενικός | πληθυντικός |
analyse | analyses |
analyse (fr) θηλυκό