analyste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
analyste | analystes |
analyste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (πληροφορική) o αναλυτής, η αναλύτρια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη analyse
ενικός | πληθυντικός |
analyste | analystes |
analyste (fr) αρσενικό ή θηλυκό