Δείτε επίσης: αναλύω, ἀναλύζω

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἀναλύω < ἀνα- + λύω

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἀναλύω < (ἀνά) ἀν- + ἀλύω

ἀναλύω

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη ἀλύω