Δείτε επίσης: αναλύω, ἀναλύζω

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἀναλύω < ἀνα- + λύω

ἀναλύω

  1. χαλαρώνω από δεσμά, ελευθερώνω
  2. αναιρώ
  3. διαιρώ, διαλύω συστατικό στα στοιχεία του
  4. τερματίζω, καταργώ
  5. (μετά τον Όμηρο) αποκαθιστώ την όραση και τη φωνή σε νεκρό
  6. (αμετάβατο) λύνω τα σκοινιά άγκυρας, αποπλέω
  7. (μέση φωνή) εξαλείφω λάθη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λύω

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἀναλύω < (ἀνά) ἀν- + ἀλύω

ἀναλύω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀλύω