ἀναλύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀναλύω
- χαλαρώνω από δεσμά, ελευθερώνω
- αναιρώ
- διαιρώ, διαλύω συστατικό στα στοιχεία του
- τερματίζω, καταργώ
- (μετά τον Όμηρο) αποκαθιστώ την όραση και τη φωνή σε νεκρό
- (αμετάβατο) λύνω τα σκοινιά άγκυρας, αποπλέω
- (μέση φωνή) εξαλείφω λάθη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λύω
Κλίση
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀναλύω
- προκαλώ περιπλάνηση, σύγχυση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἀλύω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀναλύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναλύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.