αναιρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναιρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναιρῶ, συνηρημένος τύπος του ἀναιρέω < ἀν- στερητικό + αἱρέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.neˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναι‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίααναιρώ, αόρ.: αναίρεσα, παθ.φωνή: αναιρούμαι, π.αόρ.: αναιρέθηκα, μτχ.π.π.: αναιρεμένος
- αναθεωρώ, αντικρούω ή αρνούμαι μια προηγούμενη άποψη, απόφασή ή δήλωσή μου
- ακυρώνω
- ⮡ Το γεγονός ότι τώρα λες αλήθεια δεν αναιρεί το γεγονός ότι μου είπες ψέματα χτες
- ⮡ Το ανώτατο δικαστήριο αναίρεσε την προηγούμενη, εναντίον του, απόφαση του εφετείου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναιρώ | αναιρούσα | θα αναιρώ | να αναιρώ | αναιρώντας | |
β' ενικ. | αναιρείς | αναιρούσες | θα αναιρείς | να αναιρείς | (αναίρει) | |
γ' ενικ. | αναιρεί | αναιρούσε | θα αναιρεί | να αναιρεί | ||
α' πληθ. | αναιρούμε | αναιρούσαμε | θα αναιρούμε | να αναιρούμε | ||
β' πληθ. | αναιρείτε | αναιρούσατε | θα αναιρείτε | να αναιρείτε | αναιρείτε | |
γ' πληθ. | αναιρούν(ε) | αναιρούσαν(ε) | θα αναιρούν(ε) | να αναιρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναίρεσα | θα αναιρέσω | να αναιρέσω | αναιρέσει | ||
β' ενικ. | αναίρεσες | θα αναιρέσεις | να αναιρέσεις | αναίρεσε | ||
γ' ενικ. | αναίρεσε | θα αναιρέσει | να αναιρέσει | |||
α' πληθ. | αναιρέσαμε | θα αναιρέσουμε | να αναιρέσουμε | |||
β' πληθ. | αναιρέσατε | θα αναιρέσετε | να αναιρέσετε | αναιρέστε | ||
γ' πληθ. | αναίρεσαν αναιρέσαν(ε) |
θα αναιρέσουν(ε) | να αναιρέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναιρέσει | είχα αναιρέσει | θα έχω αναιρέσει | να έχω αναιρέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναιρέσει | είχες αναιρέσει | θα έχεις αναιρέσει | να έχεις αναιρέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναιρέσει | είχε αναιρέσει | θα έχει αναιρέσει | να έχει αναιρέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναιρέσει | είχαμε αναιρέσει | θα έχουμε αναιρέσει | να έχουμε αναιρέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναιρέσει | είχατε αναιρέσει | θα έχετε αναιρέσει | να έχετε αναιρέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναιρέσει | είχαν αναιρέσει | θα έχουν αναιρέσει | να έχουν αναιρέσει |
|
- Μετοχές: Επιπλέον λόγιες παθητικές μετοχές από την αρχαία κλίση:
- μετοχή παθητικού παρακειμένου: αναιρεμένος & ανηρημένος
- μετοχή παθητικού αορίστου: αναιρεθείς, αναιρεθείσα, αναιρεθέν
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναιρούμαι | αναιρούμουν | θα αναιρούμαι | να αναιρούμαι | αναιρούμενος | |
β' ενικ. | αναιρείσαι | αναιρούσουν | θα αναιρείσαι | να αναιρείσαι | ||
γ' ενικ. | αναιρείται | αναιρούνταν | θα αναιρείται | να αναιρείται | ||
α' πληθ. | αναιρούμαστε | αναιρούμασταν αναιρούμαστε |
θα αναιρούμαστε | να αναιρούμαστε | ||
β' πληθ. | αναιρείστε | αναιρούσασταν αναιρούσαστε |
θα αναιρείστε | να αναιρείστε | αναιρείστε | |
γ' πληθ. | αναιρούνται | αναιρούνταν | θα αναιρούνται | να αναιρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναιρέθηκα | θα αναιρεθώ | να αναιρεθώ | αναιρεθεί | ||
β' ενικ. | αναιρέθηκες | θα αναιρεθείς | να αναιρεθείς | αναιρήσου | ||
γ' ενικ. | αναιρέθηκε | θα αναιρεθεί | να αναιρεθεί | |||
α' πληθ. | αναιρεθήκαμε | θα αναιρεθούμε | να αναιρεθούμε | |||
β' πληθ. | αναιρεθήκατε | θα αναιρεθείτε | να αναιρεθείτε | αναιρεθείτε | ||
γ' πληθ. | αναιρέθηκαν αναιρεθήκαν(ε) |
θα αναιρεθούν(ε) | να αναιρεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναιρεθεί | είχα αναιρεθεί | θα έχω αναιρεθεί | να έχω αναιρεθεί | αναιρημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναιρεθεί | είχες αναιρεθεί | θα έχεις αναιρεθεί | να έχεις αναιρεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναιρεθεί | είχε αναιρεθεί | θα έχει αναιρεθεί | να έχει αναιρεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναιρεθεί | είχαμε αναιρεθεί | θα έχουμε αναιρεθεί | να έχουμε αναιρεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναιρεθεί | είχατε αναιρεθεί | θα έχετε αναιρεθεί | να έχετε αναιρεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναιρεθεί | είχαν αναιρεθεί | θα έχουν αναιρεθεί | να έχουν αναιρεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναιρώ
Πηγές
επεξεργασία- αναιρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας