Δείτε επίσης: ἀναιρῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναιρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναιρῶ, συνηρημένος τύπος του ἀναιρέω < ἀν- στερητικό + αἱρέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.neˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ναι‐ρώ

αναιρώ, αόρ.: αναίρεσα, παθ.φωνή: αναιρούμαι, π.αόρ.: αναιρέθηκα, μτχ.π.π.: αναιρεμένος

  1. αναθεωρώ, αντικρούω ή αρνούμαι μια προηγούμενη άποψη, απόφασή ή δήλωσή μου
    ⮡  Αναιρώ! Είχα δυστυχώς λανθασμένη πληροφόρηση και η προηγούμενη δήλωσή μου δεν ευσταθεί
    ⮡  Ο μάρτυρας αναίρεσε την πρώτη κατάθεσή του, υποστηρίζοντας ότι είχε δεχτεί πιέσεις κατά την ανάκριση
     συνώνυμα: ανακαλώ
  2. ακυρώνω
    ⮡ Το γεγονός ότι τώρα λες αλήθεια δεν αναιρεί το γεγονός ότι μου είπες ψέματα χτες
    ⮡ Το ανώτατο δικαστήριο αναίρεσε την προηγούμενη, εναντίον του, απόφαση του εφετείου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Μετοχές: Επιπλέον λόγιες παθητικές μετοχές από την αρχαία κλίση:
  • μετοχή παθητικού παρακειμένου: αναιρεμένος & ανηρημένος
  • μετοχή παθητικού αορίστου: αναιρεθείς, αναιρεθείσα, αναιρεθέν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία