ανακαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακαλώ < αρχαία ελληνική ἀνακαλέω
Ρήμα
επεξεργασίαανακαλώ
- καλώ πίσω κάποιον που με αντιπροσωπεύει, τον αποσύρω από αντιπροσωπία, πρεσβεία κλπ
- Στη Μόσχα για διαβουλεύσεις ανακάλεσε τον πρέσβη της στην Ουκρανία η Ρωσία (Ναυτεμπορική, 23 Φεβρουαρίου 2014)
- παίρνω πίσω, αναιρώ απόφαση, εντολή, κατηγορία ή ύβρη
- οι ομοσπονδίες των εργαζομένων ζητούν απόν υπουργό να ανακαλέσει το νομοσχέδιο
- ο Πρόεδρος της Βουλής κάλεσε τον ομιλητή να ανακαλέσει (εννοείται: κάποιους υβριστικούς χαρακτηρισμούς)
- επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι
- καλώ για έλεγχο ένα ελαττωματικό προϊόν
- ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία αναγκάζεται να ανακαλέσει χιλιάδες αυτοκίνητα λόγω προβλήματος στον αερόσακο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ανακαλώ στην τάξη: ζητώ επίσημα από κάποιον που παρεκτρέπεται να σταματήσει να το κάνει αυτό, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη και η ηρεμία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακαλώ | ανακαλούσα | θα ανακαλώ | να ανακαλώ | ανακαλώντας | |
β' ενικ. | ανακαλείς | ανακαλούσες | θα ανακαλείς | να ανακαλείς | (ανακάλει) | |
γ' ενικ. | ανακαλεί | ανακαλούσε | θα ανακαλεί | να ανακαλεί | ||
α' πληθ. | ανακαλούμε | ανακαλούσαμε | θα ανακαλούμε | να ανακαλούμε | ||
β' πληθ. | ανακαλείτε | ανακαλούσατε | θα ανακαλείτε | να ανακαλείτε | ανακαλείτε | |
γ' πληθ. | ανακαλούν(ε) | ανακαλούσαν(ε) | θα ανακαλούν(ε) | να ανακαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακάλεσα | θα ανακαλέσω | να ανακαλέσω | ανακαλέσει | ||
β' ενικ. | ανακάλεσες | θα ανακαλέσεις | να ανακαλέσεις | ανακάλεσε | ||
γ' ενικ. | ανακάλεσε | θα ανακαλέσει | να ανακαλέσει | |||
α' πληθ. | ανακαλέσαμε | θα ανακαλέσουμε | να ανακαλέσουμε | |||
β' πληθ. | ανακαλέσατε | θα ανακαλέσετε | να ανακαλέσετε | ανακαλέστε | ||
γ' πληθ. | ανακάλεσαν ανακαλέσαν(ε) |
θα ανακαλέσουν(ε) | να ανακαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακαλέσει | είχα ανακαλέσει | θα έχω ανακαλέσει | να έχω ανακαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακαλέσει | είχες ανακαλέσει | θα έχεις ανακαλέσει | να έχεις ανακαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακαλέσει | είχε ανακαλέσει | θα έχει ανακαλέσει | να έχει ανακαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακαλέσει | είχαμε ανακαλέσει | θα έχουμε ανακαλέσει | να έχουμε ανακαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακαλέσει | είχατε ανακαλέσει | θα έχετε ανακαλέσει | να έχετε ανακαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακαλέσει | είχαν ανακαλέσει | θα έχουν ανακαλέσει | να έχουν ανακαλέσει |
|