repeal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η ακύρωση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | repeal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repeals |
αόριστος | repealed |
παθητική μετοχή | repealed |
ενεργητική μετοχή | repealing |
repeal (en)
- καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ, μια κυβέρνηση ή άλλη ομάδα ή πρόσωπο με εξουσία που καταργεί έναν νόμο ώστε να μην έχει πλέον καμία νομική ισχύ
- ⮡ The new government formally repealed laws that had over time become irrelevant.
- Η νέα κυβέρνηση κατάργησε και τυπικά νόμους που από καιρό είχαν ατονήσει.
- ⮡ The new government formally repealed laws that had over time become irrelevant.