Δείτε επίσης: καταργῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

καταργώ (παθητική φωνή: καταργούμαι)

  1. αίρω την ισχύ ή διακόπτω κάποια πράγματα, καταστάσεις, δραστηριότητες κ.λπ.
  2. καταλύω
  3. ακυρώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία