καταργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταργώ < αρχαία ελληνική καταργέω / καταργῶ < ἀργέω / ἀργῶ < ἀργός < ἀεργός < ἀ- + ἔργον < πρωτοελληνική *wérgon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wérǵom < *werǵ-
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταργώ (παθητική φωνή: καταργούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατάργητος
- αυτοκαταργούμενος
- αυτοκαταργώ
- καταργημένος
- κατάργηση
- καταργούμενος
- → δείτε τις λέξεις κατά και έργο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταργώ | καταργούσα | θα καταργώ | να καταργώ | καταργώντας | |
β' ενικ. | καταργείς | καταργούσες | θα καταργείς | να καταργείς | ||
γ' ενικ. | καταργεί | καταργούσε | θα καταργεί | να καταργεί | ||
α' πληθ. | καταργούμε | καταργούσαμε | θα καταργούμε | να καταργούμε | ||
β' πληθ. | καταργείτε | καταργούσατε | θα καταργείτε | να καταργείτε | καταργείτε | |
γ' πληθ. | καταργούν(ε) | καταργούσαν(ε) | θα καταργούν(ε) | να καταργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατάργησα | θα καταργήσω | να καταργήσω | καταργήσει | ||
β' ενικ. | κατάργησες | θα καταργήσεις | να καταργήσεις | κατάργησε | ||
γ' ενικ. | κατάργησε | θα καταργήσει | να καταργήσει | |||
α' πληθ. | καταργήσαμε | θα καταργήσουμε | να καταργήσουμε | |||
β' πληθ. | καταργήσατε | θα καταργήσετε | να καταργήσετε | καταργήστε | ||
γ' πληθ. | κατάργησαν καταργήσαν(ε) |
θα καταργήσουν(ε) | να καταργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταργήσει | είχα καταργήσει | θα έχω καταργήσει | να έχω καταργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταργήσει | είχες καταργήσει | θα έχεις καταργήσει | να έχεις καταργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταργήσει | είχε καταργήσει | θα έχει καταργήσει | να έχει καταργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταργήσει | είχαμε καταργήσει | θα έχουμε καταργήσει | να έχουμε καταργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταργήσει | είχατε καταργήσει | θα έχετε καταργήσει | να έχετε καταργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταργήσει | είχαν καταργήσει | θα έχουν καταργήσει | να έχουν καταργήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταργούμαι | καταργούμουν | θα καταργούμαι | να καταργούμαι | καταργούμενος | |
β' ενικ. | καταργείσαι | καταργούσουν | θα καταργείσαι | να καταργείσαι | ||
γ' ενικ. | καταργείται | καταργούνταν | θα καταργείται | να καταργείται | ||
α' πληθ. | καταργούμαστε | καταργούμασταν καταργούμαστε |
θα καταργούμαστε | να καταργούμαστε | ||
β' πληθ. | καταργείστε | καταργούσασταν καταργούσαστε |
θα καταργείστε | να καταργείστε | καταργείστε | |
γ' πληθ. | καταργούνται | καταργούνταν | θα καταργούνται | να καταργούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταργήθηκα | θα καταργηθώ | να καταργηθώ | καταργηθεί | ||
β' ενικ. | καταργήθηκες | θα καταργηθείς | να καταργηθείς | καταργήσου | ||
γ' ενικ. | καταργήθηκε | θα καταργηθεί | να καταργηθεί | |||
α' πληθ. | καταργηθήκαμε | θα καταργηθούμε | να καταργηθούμε | |||
β' πληθ. | καταργηθήκατε | θα καταργηθείτε | να καταργηθείτε | καταργηθείτε | ||
γ' πληθ. | καταργήθηκαν καταργηθήκαν(ε) |
θα καταργηθούν(ε) | να καταργηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταργηθεί | είχα καταργηθεί | θα έχω καταργηθεί | να έχω καταργηθεί | καταργημένος | |
β' ενικ. | έχεις καταργηθεί | είχες καταργηθεί | θα έχεις καταργηθεί | να έχεις καταργηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταργηθεί | είχε καταργηθεί | θα έχει καταργηθεί | να έχει καταργηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταργηθεί | είχαμε καταργηθεί | θα έχουμε καταργηθεί | να έχουμε καταργηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταργηθεί | είχατε καταργηθεί | θα έχετε καταργηθεί | να έχετε καταργηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταργηθεί | είχαν καταργηθεί | θα έχουν καταργηθεί | να έχουν καταργηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταργημένος - είμαστε, είστε, είναι καταργημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταργημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταργημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταργημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταργημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταργημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταργημένοι |