Δείτε επίσης: καταργῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταργώ < αρχαία ελληνική καταργέω / καταργῶ < ἀργέω / ἀργῶ < ἀργός < ἀεργός < ἀ- +‎ ἔργον < πρωτοελληνική *wérgon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wérǵom < *werǵ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taɾˈɣo/

  Ρήμα επεξεργασία

καταργώ (παθητική φωνή: καταργούμαι)

  1. αίρω την ισχύ ή διακόπτω κάποια πράγματα, καταστάσεις, δραστηριότητες κ.λπ.
  2. καταλύω
  3. ακυρώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία