abolish
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- abolish < (κληρονομημένο) μέση αγγλική abolisshen < μέση γαλλική abolir < λατινική abolere < aboleo < ab + oleo
Ρήμα επεξεργασία
abolish (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Βρετονικά (br) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
abolish (br)