Ετυμολογία

επεξεργασία
oleo < ole + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

oleo (eo)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
oleo < olo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ed- (μυρίζω)

oleo

  1. όζω, βγάζω οσμή
  2. μυρίζω
  3. φανερώνω, προδίδω

Άλλες μορφές

επεξεργασία