μυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυρίζω, < αρχαία ελληνική μυρίζω (αλείφω με μύρον)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμυρίζω, αόρ.: μύρισα, παθ.φωνή: μυρίζομαι, π.αόρ.: μυρίστηκα, μτχ.π.π.: μυρισμένος
- αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση μία μυρωδιά, οσμή
- μυρίζω το άρωμα των λουλουδιών
- προσπαθώ να αντιληφθώ μία μυρωδιά
- μύρισε αυτό το υγρό, μήπως καταλάβεις τι είναι
- αναδίδω μία μυρωδιά
- τα λουλούδια μυρίζουν όμορφα
- αναδίδω μία δυσάρεστη μυρωδιά
- μου μυρίζει ο ιδρώτας του
- (στο γ΄ ενικό) υπάρχει μια μυρωδιά, ευχάριστη ή δυσάρεστη
- μύρισε αμέσως η μπόχα
- (μεταφορικά) αποκτώ ή καταφέρνω κάτι με μη συμβατικό μέσο ή (και) τρόπο
- Ο εργοδότης μου μύρισε ένα κονδύλι του ΟΑΕΔ για να πληρώσει τους νέοπροσληφθέντες.
- (στην παθητική φωνή) → δείτε τη λέξη μυρίζομαι με διαφορετική σημασία
Εκφράσεις
επεξεργασία- μυρίζει μπαρούτι: αναμένεται να συμβεί κάτι κακό ή δυσάρεστο
- μυρίζω τα νύχια μου: προαισθάνομαι ότι κάτι συμβαίνει ή θα συμβεί
- (παροιμία) ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει: όσο κρύο κι αν κάνει το Φεβρουάριο, ο χειμώνας θα τελειώσει
Συνώνυμα
επεξεργασία- οσφραίνομαι (1), (2)
- οσμίζομαι (1), (2)
- βρομάω (4)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμύριστος
- μοσχομυρίζω, μοσκομυρίζω
- μοσχομύριστος, μοσκομύριστος
- μοσχομυρωδάτος
- μύρισμα
- μυρωδάτος
- μυρωδιά
- μυρωδικό
- μύρωμα
- μυρώνω
- → και δείτε τη λέξη μύρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυρίζω | μύριζα | θα μυρίζω | να μυρίζω | μυρίζοντας | |
β' ενικ. | μυρίζεις | μύριζες | θα μυρίζεις | να μυρίζεις | μύριζε | |
γ' ενικ. | μυρίζει | μύριζε | θα μυρίζει | να μυρίζει | ||
α' πληθ. | μυρίζουμε | μυρίζαμε | θα μυρίζουμε | να μυρίζουμε | ||
β' πληθ. | μυρίζετε | μυρίζατε | θα μυρίζετε | να μυρίζετε | μυρίζετε | |
γ' πληθ. | μυρίζουν(ε) | μύριζαν μυρίζαν(ε) |
θα μυρίζουν(ε) | να μυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μύρισα | θα μυρίσω | να μυρίσω | μυρίσει | ||
β' ενικ. | μύρισες | θα μυρίσεις | να μυρίσεις | μύρισε | ||
γ' ενικ. | μύρισε | θα μυρίσει | να μυρίσει | |||
α' πληθ. | μυρίσαμε | θα μυρίσουμε | να μυρίσουμε | |||
β' πληθ. | μυρίσατε | θα μυρίσετε | να μυρίσετε | μυρίστε | ||
γ' πληθ. | μύρισαν μυρίσαν(ε) |
θα μυρίσουν(ε) | να μυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μυρίσει | είχα μυρίσει | θα έχω μυρίσει | να έχω μυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μυρίσει | είχες μυρίσει | θα έχεις μυρίσει | να έχεις μυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μυρίσει | είχε μυρίσει | θα έχει μυρίσει | να έχει μυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μυρίσει | είχαμε μυρίσει | θα έχουμε μυρίσει | να έχουμε μυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μυρίσει | είχατε μυρίσει | θα έχετε μυρίσει | να έχετε μυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μυρίσει | είχαν μυρίσει | θα έχουν μυρίσει | να έχουν μυρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυρίζομαι | μυριζόμουν(α) | θα μυρίζομαι | να μυρίζομαι | ||
β' ενικ. | μυρίζεσαι | μυριζόσουν(α) | θα μυρίζεσαι | να μυρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | μυρίζεται | μυριζόταν(ε) | θα μυρίζεται | να μυρίζεται | ||
α' πληθ. | μυριζόμαστε | μυριζόμαστε μυριζόμασταν |
θα μυριζόμαστε | να μυριζόμαστε | ||
β' πληθ. | μυρίζεστε | μυριζόσαστε μυριζόσασταν |
θα μυρίζεστε | να μυρίζεστε | (μυρίζεστε) | |
γ' πληθ. | μυρίζονται | μυρίζονταν μυριζόντουσαν |
θα μυρίζονται | να μυρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μυρίστηκα | θα μυριστώ | να μυριστώ | μυριστεί | ||
β' ενικ. | μυρίστηκες | θα μυριστείς | να μυριστείς | μυρίσου | ||
γ' ενικ. | μυρίστηκε | θα μυριστεί | να μυριστεί | |||
α' πληθ. | μυριστήκαμε | θα μυριστούμε | να μυριστούμε | |||
β' πληθ. | μυριστήκατε | θα μυριστείτε | να μυριστείτε | μυριστείτε | ||
γ' πληθ. | μυρίστηκαν μυριστήκαν(ε) |
θα μυριστούν(ε) | να μυριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μυριστεί | είχα μυριστεί | θα έχω μυριστεί | να έχω μυριστεί | μυρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μυριστεί | είχες μυριστεί | θα έχεις μυριστεί | να έχεις μυριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μυριστεί | είχε μυριστεί | θα έχει μυριστεί | να έχει μυριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μυριστεί | είχαμε μυριστεί | θα έχουμε μυριστεί | να έχουμε μυριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μυριστεί | είχατε μυριστεί | θα έχετε μυριστεί | να έχετε μυριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μυριστεί | είχαν μυριστεί | θα έχουν μυριστεί | να έχουν μυριστεί |