Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοσχομυρίζω < μόσχος + μυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μοσχομυρίζω, πρτ.: μοσχομύριζα, στ.μέλλ.: θα μοσχομυρίσω, αόρ.: μοσχομύρισα

Συγγενικά επεξεργασία

Ταυτόσημο επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία