Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οσμίζομαι < οσμή + -ίζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

οσμίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (κυριολεκτικά) (λόγιο) μυρίζω, οσφραίνομαι
  2. (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι
  3. (μεταφορικά) υποπτεύομαι

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη οσμή

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία