Δείτε επίσης: ὀσφραίνομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οσφραίνομαι < αρχαία ελληνική ὀσφραίνομαι

οσφραίνομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: οσφραινόμουν, στ.μέλλ.: θα οσφρανθώ, αόρ.: οσφράνθηκα

  1. μυρίζω κάτι, το αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση
  2. (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι κάτι που δεν είναι άμεσα ορατό
    ο δημοσιογράφος δήλωσε ότι οσφραίνεται αλλαγές στο πολιτικό σύστημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία