οσφραίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οσφραίνομαι < αρχαία ελληνική ὀσφραίνομαι
Ρήμα
επεξεργασίαοσφραίνομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: οσφραινόμουν, στ.μέλλ.: θα οσφρανθώ, αόρ.: οσφράνθηκα
- μυρίζω κάτι, το αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση
- (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι κάτι που δεν είναι άμεσα ορατό
- ο δημοσιογράφος δήλωσε ότι οσφραίνεται αλλαγές στο πολιτικό σύστημα