ὀσφραίνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Μέση |
Φωνή Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ὀσφραίνομαι | |
Παρατατικός | ὠσφραινόμην | |
Μέλλοντας | ὀσφρήσομαι | ὀσφρανθήσομαι |
Αόριστος | ὠσφρόμην | ὠσφράνθην |
Παρακείμενος | - | |
Υπερσυντέλικος | - | |
Συντελ.Μέλλ. | — |
Ρήμα
επεξεργασίαὀσφραίνομαι
- οσφραίνομαι, μυρίζω κάτι, αντιλαμβάνομαι κάτι με την όσφρηση
Πηγές
επεξεργασία- ὀσφραίνομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀσφραίνομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.