Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
suspect suspects

suspect (en)

  • ο ύποπτος
    The police are following the suspect.
    Η αστυνομία ακολουθεί τον ύποπτο.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας suspect
γ΄ ενικό ενεστώτα suspects
αόριστος suspected
παθητική μετοχή suspected
ενεργητική μετοχή suspecting

suspect (en)

  1. υποψιάζομαι, υποπτεύομαι
  2. (αμετάβατο) οσφραίνομαι
    I suspect he is stingy.
    Οσφραίνομαι τσιγκουνιά.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό suspect suspects
θηλυκό suspecte suspectes

suspect (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία