Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποπτεύομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποπτεύομαι
<
αρχαία ελληνική
ὑποπτεύω
<
ὕποπτος
<
ὑφοράω
Ρήμα
επεξεργασία
υποπτεύομαι
έχω
υποψίες
για κάποιον, θεωρώ κάποιον
ύποπτο
Συνώνυμα
επεξεργασία
υποψιάζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία
ύποπτος
υποψία
υποψιάζομαι
υποπτεύεσε
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποπτεύομαι
αγγλικά
:
suspect
(en)
γαλλικά
:
soupçonner
(fr)
,
suspecter
(fr)
γερμανικά
:
verdächtigen
(de)