Ετυμολογία

επεξεργασία
υποψιάζομαι < υποψία + -άζομαι (από το παθητικό ρήμα δημιουργήθηκε και το ενεργητικό υποψιάζω)

υποψιάζομαι, πρτ.: υποψιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα υποψιαστώ, αόρ.: υποψιάστηκα, μτχ.π.π.: υποψιασμένος

  1. έχω μια υποψία, θεωρώ ότι κάτι είναι πιθανό
     συνώνυμα: υποπτεύομαι
  2. θεωρώ κάποιον ύποπτο
     συνώνυμα: υποπτεύομαι
  3. με αφορμή κάτι μικρό, κάποιες ενδείξεις, συνθέτω στο μυαλό μου μια πλήρη εικόνα που θεωρώ πιθανή
     συνώνυμα: αντιλαμβάνομαι, φαντάζομαι, μαντεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία