μαντεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαντεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμαντεύω , πρτ.: μάντευα, στ.μέλλ.: θα μαντέψω, αόρ.: μάντεψα
- προλέγω τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον, προφητεύω
- βρίσκω την απάντηση σε ένα ερώτημα με τη διαίσθηση περισσότερο ή βασιζόμενος στην τύχη