Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφητεύω < αρχαία ελληνική προφητεύω < προφήτης

  Ρήμα επεξεργασία

προφητεύω

  • προβλέπω μελλοντικά γεγονότα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία