guess
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
guess | guesses |
guess (en)
- η υπόθεση, η εικασία, μια προσπάθεια να δώσω μια απάντηση ή μια γνώμη όταν δεν είμαι σίγουρος αν έχω δίκιο
- ⮡ Your guess was right.
- Η υπόθεσή σου ήταν σωστή.
- ⮡ I have/make a guess at something. (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ I take/make a guess at something. (αμερικανικά αγγλικά)
- Κάνω εικασία για κάτι.
- ⮡ It’s anybody’s guess!/Your guess is as good as mine!
- Τι να υποθέσει κανείς!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hypothesis
- ⮡ Your guess was right.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | guess |
γ΄ ενικό ενεστώτα | guesses |
αόριστος | guessed |
παθητική μετοχή | guessed |
ενεργητική μετοχή | guessing |
guess (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαντεύω, προσπαθώ να απαντήσω ή να κρίνω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρος για όλα τα γεγονότα
- ⮡ You guessed right.
- Σωστά μάντεψες.
- ⮡ Try and guess!
- Προσπάθησε να μαντέψεις!
- ⮡ You guessed right.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαντεύω, υποθέτω, φαντάζομαι, βρίσκω τη σωστή απάντηση σε μια ερώτηση ή την αλήθεια χωρίς να γνωρίζω όλα τα γεγονότα
- ⮡ You’ll never guess what happened.
- Αδύνατο να μαντέψεις τι έγινε.
- ⮡ I guessed as much!
- Καλά το μάντεψα/υπέθεσα εγώ!
- ⮡ It was just as I guessed.
- Ήταν ακριβώς ό,τι υπέθεσα.
- ⮡ From the looks of it you would never guess she was 70 years old.
- Από την εμφάνιση της δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι είναι 70 χρονών.
- ⮡ You’ll never guess what happened.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο, I guess) υποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι ότι κάτι είναι αλήθεια ή πιθανό
- ⮡ I guess it’s going to snow tonight.
- Υποθέτω θα χιονίσει απόψε.
- ⮡ I guess it will rain/he won’t come.
- Νομίζω ότι θα βρέχει/ότι δε θα 'ρθει.
- ⮡ -“Can I see him?” -“I guess (so), yeah.”
- -«Μπορώ να τον δω;» -«Φαντάζομαι, ναι.»
- ⮡ I'm the only one here who doesn't like rock music, I guess.
- Είμαι ο μόνος εδώ μάλλον που δεν του αρέσει η ροκ μουσική.
- ⮡ I guess it’s going to snow tonight.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- guess (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- guess (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόθεση, υποθέτω