Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɛs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
guess guesses

guess (en)

  • η υπόθεση, η εικασία, μια προσπάθεια να δώσω μια απάντηση ή μια γνώμη όταν δεν είμαι σίγουρος αν έχω δίκιο
    ⮡  Your guess was right.
    Η υπόθεσή σου ήταν σωστή.
    ⮡  I have/make a guess at something. (βρετανικά αγγλικά)
    ⮡  I take/make a guess at something. (αμερικανικά αγγλικά)
    Κάνω εικασία για κάτι.
    ⮡  It’s anybody’s guess!/Your guess is as good as mine!
    Τι να υποθέσει κανείς!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hypothesis

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας guess
γ΄ ενικό ενεστώτα guesses
αόριστος guessed
παθητική μετοχή guessed
ενεργητική μετοχή guessing

guess (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαντεύω, προσπαθώ να απαντήσω ή να κρίνω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρος για όλα τα γεγονότα
    ⮡  You guessed right.
    Σωστά μάντεψες.
    ⮡  Try and guess!
    Προσπάθησε να μαντέψεις!
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαντεύω, υποθέτω, φαντάζομαι, βρίσκω τη σωστή απάντηση σε μια ερώτηση ή την αλήθεια χωρίς να γνωρίζω όλα τα γεγονότα
    ⮡  You’ll never guess what happened.
    Αδύνατο να μαντέψεις τι έγινε.
    ⮡  I guessed as much!
    Καλά το μάντεψα/υπέθεσα εγώ!
    ⮡  It was just as I guessed.
    Ήταν ακριβώς ό,τι υπέθεσα.
    ⮡  From the looks of it you would never guess she was 70 years old.
    Από την εμφάνιση της δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι είναι 70 χρονών.
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο, I guess) υποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι ότι κάτι είναι αλήθεια ή πιθανό
    ⮡  I guess it’s going to snow tonight.
    Υποθέτω θα χιονίσει απόψε.
    ⮡  I guess it will rain/he won’t come.
    Νομίζω ότι θα βρέχει/ότι δε θα 'ρθει.
    ⮡  -“Can I see him?” -“I guess (so), yeah.”
    -«Μπορώ να τον δω;» -«Φαντάζομαι, ναι.»
    ⮡  I'm the only one here who doesn't like rock music, I guess.
    Είμαι ο μόνος εδώ μάλλον που δεν του αρέσει η ροκ μουσική.

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία