νομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νομίζω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανομίζω, αόρ.: νόμισα, παθ.φωνή: νομίζομαι, π.αόρ.: νομίστηκα
- (με ειδική πρόταση ή την αντωνυμία το) έχω τη γνώμη, πιστεύω, χωρίς όμως να δηλώνω απόλυτη βεβαιότητα
- νομίζω ότι πρέπει να παραιτηθεί
- (+ αιτιατική προσώπου) θεωρώ
- δεν τον νομίζω για καλό άνθρωπο· μοιάζει πονηρός
- υποθέτω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- δεν νομίζω να: δεν φαντάζομαι
- δεν το νομίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νομίζω | νόμιζα | θα νομίζω | να νομίζω | νομίζοντας | |
β' ενικ. | νομίζεις | νόμιζες | θα νομίζεις | να νομίζεις | νόμιζε | |
γ' ενικ. | νομίζει | νόμιζε | θα νομίζει | να νομίζει | ||
α' πληθ. | νομίζουμε | νομίζαμε | θα νομίζουμε | να νομίζουμε | ||
β' πληθ. | νομίζετε | νομίζατε | θα νομίζετε | να νομίζετε | νομίζετε | |
γ' πληθ. | νομίζουν(ε) | νόμιζαν νομίζαν(ε) |
θα νομίζουν(ε) | να νομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νόμισα | θα νομίσω | να νομίσω | νομίσει | ||
β' ενικ. | νόμισες | θα νομίσεις | να νομίσεις | νόμισε | ||
γ' ενικ. | νόμισε | θα νομίσει | να νομίσει | |||
α' πληθ. | νομίσαμε | θα νομίσουμε | να νομίσουμε | |||
β' πληθ. | νομίσατε | θα νομίσετε | να νομίσετε | νομίστε | ||
γ' πληθ. | νόμισαν νομίσαν(ε) |
θα νομίσουν(ε) | να νομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νομίσει | είχα νομίσει | θα έχω νομίσει | να έχω νομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις νομίσει | είχες νομίσει | θα έχεις νομίσει | να έχεις νομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει νομίσει | είχε νομίσει | θα έχει νομίσει | να έχει νομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νομίσει | είχαμε νομίσει | θα έχουμε νομίσει | να έχουμε νομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε νομίσει | είχατε νομίσει | θα έχετε νομίσει | να έχετε νομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νομίσει | είχαν νομίσει | θα έχουν νομίσει | να έχουν νομίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νομίζομαι | νομιζόμουν(α) | θα νομίζομαι | να νομίζομαι | ||
β' ενικ. | νομίζεσαι | νομιζόσουν(α) | θα νομίζεσαι | να νομίζεσαι | ||
γ' ενικ. | νομίζεται | νομιζόταν(ε) | θα νομίζεται | να νομίζεται | ||
α' πληθ. | νομιζόμαστε | νομιζόμαστε νομιζόμασταν |
θα νομιζόμαστε | να νομιζόμαστε | ||
β' πληθ. | νομίζεστε | νομιζόσαστε νομιζόσασταν |
θα νομίζεστε | να νομίζεστε | (νομίζεστε) | |
γ' πληθ. | νομίζονται | νομίζονταν νομιζόντουσαν |
θα νομίζονται | να νομίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νομίστηκα | θα νομιστώ | να νομιστώ | νομιστεί | ||
β' ενικ. | νομίστηκες | θα νομιστείς | να νομιστείς | νομίσου | ||
γ' ενικ. | νομίστηκε | θα νομιστεί | να νομιστεί | |||
α' πληθ. | νομιστήκαμε | θα νομιστούμε | να νομιστούμε | |||
β' πληθ. | νομιστήκατε | θα νομιστείτε | να νομιστείτε | νομιστείτε | ||
γ' πληθ. | νομίστηκαν νομιστήκαν(ε) |
θα νομιστούν(ε) | να νομιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω νομιστεί | είχα νομιστεί | θα έχω νομιστεί | να έχω νομιστεί | ||
β' ενικ. | έχεις νομιστεί | είχες νομιστεί | θα έχεις νομιστεί | να έχεις νομιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει νομιστεί | είχε νομιστεί | θα έχει νομιστεί | να έχει νομιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε νομιστεί | είχαμε νομιστεί | θα έχουμε νομιστεί | να έχουμε νομιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε νομιστεί | είχατε νομιστεί | θα έχετε νομιστεί | να έχετε νομιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν νομιστεί | είχαν νομιστεί | θα έχουν νομιστεί | να έχουν νομιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανομίζω
- θεωρώ, παραδέχομαι ή αποδέχομαι αυτό που είναι καθιερωμένο από το νόμο ή τα έθιμα
- νομίζεται: συνηθίζεται
- χρησιμοποιώ
- νομίζω γλῶσσαν: χρησιμοποιώ την κοινή γλώσσα
- (για νομίσματα) χρησιμοποιώ σαν κύριο νόμισμα για τις συναλλαγές
- (κατ’ επέκταση) κατέχω (νόμιμα)
- υιοθετώ έθιμο
- αναγνωρίζω ως, θεωρώ
- φρονώ, κρίνω ότι
Κλίση
επεξεργασίαπροσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
Πηγές
επεξεργασία- νομίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νομίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.