πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνώμη οι γνώμες
      γενική της γνώμης των γνωμών
    αιτιατική τη γνώμη τις γνώμες
     κλητική γνώμη γνώμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γνώμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνώμη < θέμα γνω- όπως και στο γιγνώσκω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γνώμη θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γνώμη αἱ γνῶμαι
      γενική τῆς γνώμης τῶν γνωμῶν
      δοτική τῇ γνώμ ταῖς γνώμαις
    αιτιατική τὴν γνώμην τὰς γνώμᾱς
     κλητική ! γνώμη γνῶμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γνώμ
γεν-δοτ τοῖν  γνώμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γνώμη, ήδη τον 6ο αιώνα < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω) όπως και στο γιγνώσκω

Ουσιαστικό

επεξεργασία