γνώμη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνώμη | οι | γνώμες |
γενική | της | γνώμης | των | γνωμών |
αιτιατική | τη | γνώμη | τις | γνώμες |
κλητική | γνώμη | γνώμες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γνώμη < αρχαία ελληνική γιγνώσκω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γνώμη θηλυκό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- η κοινή γνώμη: η γενικότερη στάση της κοινωνίας, η ίδια η κοινωνία
- κατά την ταπεινή μου γνώμη: έκφραση που συνηθίζεται στο διαδίκτυο και σε άλλα κείμενα, συνήθως σε μορφή συντομογραφίας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γνώμη