ενικός πληθυντικός
avis avis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avis (fr) αρσενικό

  1. η αγγελία, η ανακοίνωση
  2. η γνώμη, η άποψη
  3. η υπόδειξη
  4. το ειδοποιητήριο



  Ετυμολογία

επεξεργασία
avis < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *awis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éwis (πουλί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avis (la) θηλυκό

  1. (ζώο) πουλί
    ※  quovis admittunt aves, picus et cornix ab laeva, corvos parra ab dextera consuadent; certum herclest vostram consequi sententiam. (Τίτος Μάκκιος Πλαύτος, Asinaria, 259–261)
  2. (μεταφορικά) οιωνός
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική avis avēs
γενική avis avium
δοτική avī avibus
αιτιατική avem avēs/avīs
κλητική avis avēs
αφαιρετική ave avibus
(γ' κλίση)
αφαιρετική ενικού & avi[1]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. avis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avis (lt)