αγγελία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγελία | οι | αγγελίες |
γενική | της | αγγελίας | των | αγγελιών |
αιτιατική | την | αγγελία | τις | αγγελίες |
κλητική | αγγελία | αγγελίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγελία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγελία (δημόσια διακήρυξη) < ἄγγελος (μαντατοφόρος), ἀγγέλλω (ανακοινώνω, διακηρύττω, μεταφέρω ειδήσεις), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική annonce[1]
- Η σημερινή σημασία της λέξης ως «διαφημιστική αγγελία» αποδίδει ξένους όρους, όπως advertisement
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγελία θηλυκό
- διατύπωση και μεταβίβαση μιας είδησης, μηνύματος, πληροφορίας· αναγγελία
- (συνήθως με σύντομη καταχώριση σε έντυπο)
- υποχρεωτική δημοσιοποίηση της τέλεσης μέλλοντος γάμου
- γνωστοποίηση κοινωνικών γεγονότων, βαπτίσεων, εγκαινίων, κηδειών, αρραβώνων κτλ (οπότε και ονομάζεται κοινή αγγελία)
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- μικρές αγγελίες : καταχωρίσεις τον ημερήσιο ή περιοδικό Τύπο με πληροφορίες για αγορές, ενοικιάσεις, μισθώσεις εργασίας κτλ
- αγγελίες προς ναυτιλλομένους : οι ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο για θέματα ασφάλειας του πλου
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγελία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγγελία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας