αναγγελία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναγγελία < (ελληνιστική κοινή) ἀναγγελία < αρχαία ελληνική ἀναγγέλλω < ἀγγέλλω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναγγελία θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναγγέλλω
- ※ Σε λίγο θαρχόταν η αναγγελία της μεταφοράς του στη γενέτειρα. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναγγελία