Δείτε επίσης: ἀναγγέλλω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγγέλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγγέλλω < ἀνα- + ἀγγέλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naŋˈɟe.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ναγ‐γέλ‐λω

  Ρήμα επεξεργασία

αναγγέλλω, πρτ.: ανάγγελλα/ανήγγελλα, αόρ.: ανήγγειλα/ανάγγειλα, παθ.φωνή: αναγγέλλομαι, π.αόρ.: αναγγέλθηκα, μτχ.π.π.: αναγγελμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία