δημοσιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοσιοποιώ < δημόσιος + + -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική publier)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.mo.si.o.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίαδημοσιοποιώ (παθητική φωνή: δημοσιοποιούμαι)
- ανακοινώνω κάτι δημοσίως, κάνω κάτι γνωστό στο ευρύ κοινό
Συγγενικά
επεξεργασία- δημοσιοποιημένος
- δημοσιοποίηση
- → δείτε τις λέξεις δημόσιος, δήμος και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δημοσιοποιώ | δημοσιοποιούσα | θα δημοσιοποιώ | να δημοσιοποιώ | δημοσιοποιώντας | |
β' ενικ. | δημοσιοποιείς | δημοσιοποιούσες | θα δημοσιοποιείς | να δημοσιοποιείς | (δημοσιοποίει) | |
γ' ενικ. | δημοσιοποιεί | δημοσιοποιούσε | θα δημοσιοποιεί | να δημοσιοποιεί | ||
α' πληθ. | δημοσιοποιούμε | δημοσιοποιούσαμε | θα δημοσιοποιούμε | να δημοσιοποιούμε | ||
β' πληθ. | δημοσιοποιείτε | δημοσιοποιούσατε | θα δημοσιοποιείτε | να δημοσιοποιείτε | δημοσιοποιείτε | |
γ' πληθ. | δημοσιοποιούν(ε) | δημοσιοποιούσαν(ε) | θα δημοσιοποιούν(ε) | να δημοσιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δημοσιοποίησα | θα δημοσιοποιήσω | να δημοσιοποιήσω | δημοσιοποιήσει | ||
β' ενικ. | δημοσιοποίησες | θα δημοσιοποιήσεις | να δημοσιοποιήσεις | δημοσιοποίησε | ||
γ' ενικ. | δημοσιοποίησε | θα δημοσιοποιήσει | να δημοσιοποιήσει | |||
α' πληθ. | δημοσιοποιήσαμε | θα δημοσιοποιήσουμε | να δημοσιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | δημοσιοποιήσατε | θα δημοσιοποιήσετε | να δημοσιοποιήσετε | δημοσιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | δημοσιοποίησαν δημοσιοποιήσαν(ε) |
θα δημοσιοποιήσουν(ε) | να δημοσιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δημοσιοποιήσει | είχα δημοσιοποιήσει | θα έχω δημοσιοποιήσει | να έχω δημοσιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δημοσιοποιήσει | είχες δημοσιοποιήσει | θα έχεις δημοσιοποιήσει | να έχεις δημοσιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δημοσιοποιήσει | είχε δημοσιοποιήσει | θα έχει δημοσιοποιήσει | να έχει δημοσιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δημοσιοποιήσει | είχαμε δημοσιοποιήσει | θα έχουμε δημοσιοποιήσει | να έχουμε δημοσιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δημοσιοποιήσει | είχατε δημοσιοποιήσει | θα έχετε δημοσιοποιήσει | να έχετε δημοσιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δημοσιοποιήσει | είχαν δημοσιοποιήσει | θα έχουν δημοσιοποιήσει | να έχουν δημοσιοποιήσει |
|