δημοσιοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοσιοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δημοσιοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίαδημοσιοποιημένος
- που έχει δημοσιοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δημοσιοποιημένος
|