↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοσιοποίηση οι δημοσιοποιήσεις
      γενική της δημοσιοποίησης* των δημοσιοποιήσεων
    αιτιατική τη δημοσιοποίηση τις δημοσιοποιήσεις
     κλητική δημοσιοποίηση δημοσιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημοσιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημοσιοποίηση < δημοσιοποιώ + -ση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.mo.si.oˈpi.i.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημοσιοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία