Δείτε επίσης: ἀγγέλλω, Αγγέλω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αγγέλλω, πρτ.: ήγγελλα, αόρ.: ήγγειλα, παθ.φωνή: αγγέλλομαι, π.αόρ.: αγγέλθηκα, μτχ.π.π.: αγγελμένος, συνήθως στον ενεστώτα και σε σύνθετα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία