αγγέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγγέλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγέλλω < *αγγελ-jω < ἄγγελος (αρχαία σημασία: αγγλελιοφόρος)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋˈɟe.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γέλ‐λω
Ρήμα
επεξεργασία
αγγέλλω, πρτ.: ήγγελλα, αόρ.: ήγγειλα, παθ.φωνή: αγγέλλομαι, π.αόρ.: αγγέλθηκα, μτχ.π.π.: αγγελμένος, συνήθως στον ενεστώτα και σε σύνθετα
- (λόγιο) φέρνω μία είδηση, αναγγέλλω, ανακοινώνω
- ※ Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και ο Ευαγγελισμός του Γένους. Ο πρώτος αγγέλλει την υπαρξιακή ελευθερία του ανθρώπου, μεταϊστορική και εσωτερική, που δεν ετεροκαθορίζεται.
- Στέλιος Παπαθεμελής, «Μεθύστε με τ» αθάνατο κρασί του Εικοσιένα», Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και ο Ευαγγελισμός του Γένους. Ο πρώτος αγγέλλει την υπαρξιακή ελευθερία του ανθρώπου, μεταϊστορική και εσωτερική, που δεν ετεροκαθορίζεται.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγέλλω
→ δείτε τις λέξεις αναγγέλλω και ανακοινώνω |
Πηγές
επεξεργασία
- αγγέλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αγγέλλω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)