Δείτε επίσης: ἐξαγγέλλω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαγγέλλω < αρχαία ελληνική ἐξαγγέλλω < ἐξ + ἀγγέλλω. Συχρονικά, αναλύεται σε εξ- + αγγέλλω

  Ρήμα επεξεργασία

εξαγγέλλω

  • ανακοινώνω επίσημα και δημόσια, κάποιες κινήσεις, σχέδια, προγράμματα που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον
    η κυβέρνηση εξήγγειλε φορολογικές ελαφρύνσεις

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία