Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαγγελμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εξαγγελλόμενος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαγγελμέν
ος
η
εξαγγελμέν
η
το
εξαγγελμέν
ο
γενική
του
εξαγγελμέν
ου
της
εξαγγελμέν
ης
του
εξαγγελμέν
ου
αιτιατική
τον
εξαγγελμέν
ο
την
εξαγγελμέν
η
το
εξαγγελμέν
ο
κλητική
εξαγγελμέν
ε
εξαγγελμέν
η
εξαγγελμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαγγελμέν
οι
οι
εξαγγελμέν
ες
τα
εξαγγελμέν
α
γενική
των
εξαγγελμέν
ων
των
εξαγγελμέν
ων
των
εξαγγελμέν
ων
αιτιατική
τους
εξαγγελμέν
ους
τις
εξαγγελμέν
ες
τα
εξαγγελμέν
α
κλητική
εξαγγελμέν
οι
εξαγγελμέν
ες
εξαγγελμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εξαγγελμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εξαγγέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαγγελμένος