Δείτε επίσης: εξαγγελμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγγελλόμενος η εξαγγελλόμενη το εξαγγελλόμενο
      γενική του εξαγγελλόμενου της εξαγγελλόμενης του εξαγγελλόμενου
    αιτιατική τον εξαγγελλόμενο την εξαγγελλόμενη το εξαγγελλόμενο
     κλητική εξαγγελλόμενε εξαγγελλόμενη εξαγγελλόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγγελλόμενοι οι εξαγγελλόμενες τα εξαγγελλόμενα
      γενική των εξαγγελλόμενων των εξαγγελλόμενων των εξαγγελλόμενων
    αιτιατική τους εξαγγελλόμενους τις εξαγγελλόμενες τα εξαγγελλόμενα
     κλητική εξαγγελλόμενοι εξαγγελλόμενες εξαγγελλόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

εξαγγελλόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία