εξαγγελθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξαγγελθείς & εξαγγελθέντας |
η | εξαγγελθείσα | το | εξαγγελθέν |
γενική | του | εξαγγελθέντος & εξαγγελθέντα |
της | εξαγγελθείσας & εξαγγελθείσης* |
του | εξαγγελθέντος |
αιτιατική | τον | εξαγγελθέντα | την | εξαγγελθείσα | το | εξαγγελθέν |
κλητική | εξαγγελθείς & εξαγγελθέντα |
εξαγγελθείσα | εξαγγελθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξαγγελθέντες | οι | εξαγγελθείσες | τα | εξαγγελθέντα |
γενική | των | εξαγγελθέντων | των | εξαγγελθεισών | των | εξαγγελθέντων |
αιτιατική | τους | εξαγγελθέντες | τις | εξαγγελθείσες | τα | εξαγγελθέντα |
κλητική | εξαγγελθέντες | εξαγγελθείσες | εξαγγελθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξαγγελθείς < καθαρεύουσα ἐξαγγελθείς < από τη μετοχή παθ. αορίστου ἐξηγγέλθην (ἐξαγγελθείς, ἐξαγγελθεῖσα, ἐξαγγελθέν) < αρχαία ελληνική ἐξαγγέλλω
Μετοχή
επεξεργασίαεξαγγελθείς, εξαγγελθείσα, εξαγγελθέν
- που έχει εξαγγελθεί γενικά κατά το παρελθόν, λόγιο συνώνυμο του εξαγγελμένος, που έχει γίνει γνωστό εντυπωσιακά, έχει ανακοινωθεί επίσημα και πανηγυρικά (παλιότερα συνήθως για κάτι θετικό, αλλά στη συνέχεια και για αρνητικές ανακοινώσεις)
- τα εξαγγελθέντα μέτρα / οι εξαγγελθείσες συμφωνίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαγγελθείς