Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανηγυρικά < πανηγυρικός

  Επίρρημα επεξεργασία

πανηγυρικά

  • κατά τρόπο πανηγυρικό
η εκδήλωση έκλεισε πανηγυρικά με έναν καλαματιανό όπου χόρεψαν όλοι οι καλεσμένοι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πανηγυρικά