αγγελιόσημο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγελιόσημο | τα | αγγελιόσημα |
γενική | του | αγγελιόσημου & αγγελιοσήμου |
των | αγγελιόσημων & αγγελιοσήμων |
αιτιατική | το | αγγελιόσημο | τα | αγγελιόσημα |
κλητική | αγγελιόσημο | αγγελιόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγελιόσημο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγελιόσημο
|