απαγγέλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαγγέλλω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαγγέλλω (αρχαία σημασία: αναφέρω από μνήμης).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε απ- + αγγέλλω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.paŋˈɟe.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παγ‐γέλ‐λω
Ρήμα επεξεργασία
απαγγέλλω, πρτ.: απήγγελλα, αόρ.: απήγγειλα, παθ.φωνή: απαγγέλλομαι, π.αόρ.: απαγγέλθηκα, μτχ.π.π.: απαγγελμένος
- διαβάζω, ή εκφέρω από μνήμης, ένα ποίημα χρωματίζοντας και τονίζοντας τη φωνή μου με εκφραστικό τρόπο
- (νομικός όρος) απαγγέλλω κατηγορία ή κατηγορητήριο: εκδίδω ή αναγγέλλω επίσημα την κατηγορία εναντίον κατηγορούμενου
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη άγγελος
Κλίση επεξεργασία
- και λόγιοι τύποι από την αρχαία κλίση του ἀπαγγέλλω:
- παθητικός αόριστος κυρίως στο τρίτο πρόσωπο: απηγγέλθη, απηγγέλθησαν
- μετοχή παθητικού αορίστου: απαγγελθείς, απαγγελθείσα, απαγγελθέν
- λόγιος τύπος της παθητικής μετοχής παρακειμένου απαγγελμένος: απηγγελμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ απαγγέλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας